Χημειοθεραπεία
Η χημειοθεραπεία, η χορήγηση δηλαδή αντικαρκινικών (κυτταροτοξικών) φαρμάκων για την καταστροφή των καρκινικών κυττάρων, έχει σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού, καθώς αυξάνει τόσο την επιβίωση των ασθενών με καρκίνο του μαστού, αλλά και το διάστημα το οποίο οι ασθενείς ζουν χωρίς νόσο. Εντούτοις, δεν έχουν όλοι οι ασθενείς ανάγκη για χημειοθεραπεία. Έτσι, με βάση τις τρέχουσες κατευθυντήριες οδηγίες, χημειοθεραπεία χορηγείται σε ασθενείς που ήδη έχουν εμφανίσει απομακρυσμένες εντοπίσεις του καρκίνου του μαστού (μεταστάσεις) και σε ασθενείς που έχουν σχετικά αυξημένη πιθανότητα είτε να αναπτύξουν μεταστάσεις είτε να έχουν τοπική υποτροπή στο μέλλον. Επίσης, σε επιλεγμένες περιπτώσεις, μπορεί να χορηγηθεί πριν το χειρουργείο, ώστε να μειωθεί το τοπικό φορτίο της νόσου και να αυξήσει τις επιλογές μας για θεραπευτική αντιμετώπιση (δυνατότητα διενέργειας επέμβασης διατήρησης του μαστού).
Τα χημειοθεραπευτικά σχήματα, δηλαδή ο συνδυασμός των φαρμάκων που θα λάβει κάθε ασθενής είναι πολλά και η επιλογή του κατάλληλου σχήματος για την κάθε γυναίκα εξαρτάται τόσο από παράγοντες που σχετίζονται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του όγκου (όπως η «επιθετικότητα» του όγκου, το στάδιο της νόσου, κλπ), όσο και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ασθενούς, όπως οι συνυπάρχουσες παθήσεις και η ηλικία της.
Τα περισσότερα χημειοθεραπευτικά φάρμακα χορηγούνται ενδοφλεβίως σε περιβάλλον ημερήσιας νοσηλείας στο νοσοκομείο. Υπάρχουν βέβαια και σκευάσματα που μπορούν να χορηγηθούν με ενδομυϊκές ενέσεις ή από το στόμα. Συνήθως, η χημειοθεραπεία ξεκινά 30– 60 ημέρες μετά το χειρουργείο και χορηγείται σε κύκλους των 15 ή 21 ημερών. Η περίοδος θεραπείας ποικίλλει ανάλογα με τον τύπο του φαρμάκου που έχει επιλεγεί και συνήθως διαρκεί 3-6 μήνες.
Η χημειοθεραπεία έχει τοξική δράση στα κύτταρα που αναπαράγονται με μεγάλη ταχύτητα, όπως τα καρκινικά κύτταρα. Η κυτταροτοξική δράση όμως επηρεάζει και τα φυσιολογικά κύτταρα, με αποτέλεσμα την εμφάνιση παρενεργειών. Οι συχνότερες παρενέργειες της χημειοθεραπείας είναι:
- Ναυτία και τάση για έμετο
- Αλωπεκία (τριχόπτωση)
- Πρώιμη εμμηνόπαυση
- Αίσθημα κόπωσης
- Ανοσοκαταστολή – Ευαισθησία σε λοιμώξεις
- Ξηροστομία, πονόλαιμος
- Πρόσληψη βάρους
- Διαταραχές μνήμης
Οι παρενέργειες της χημειοθεραπείας είναι σχετικά προσωρινές, δηλαδή υφίονται με τη διακοπή της. Πλέον υπάρχουν τρόποι να ελεγχθούν οι περισσότερες παρενέργειες με τη χορήγηση φαρμακευτικών σκευασμάτων.
Ακτινοθεραπεία
Η Ακτινοθεραπεία είναι ένας τύπος θεραπείας που χρησιμοποιεί ακτίνες Χ υψηλής ενέργειας με στόχο την καταστροφή των καρκινικών κυττάρων που μπορεί να έχουν απομείνει στην περιοχή του μαστού όπου διενεργήθηκε η χειρουργική επέμβαση. Αποτελεί κομμάτι της περιοχικής θεραπείας του καρκίνου του μαστού, δηλαδή στόχος της είναι ο τοπικός έλεγχος της νόσου. Οι ακτίνες Χ προέρχονται από γραμμικό επιταχυντή και στοχεύουν συγκεκριμένα στην περιοχή που θα εφαρμοστεί η ακτινοθεραπεία.
Η ακτινοθεραπεία εκτελείται για να μειώσει τον κίνδυνο τοπικής υποτροπής του καρκίνου του μαστού. Αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι όλων των επεμβάσεων διατήρησης του μαστού, καθώς με την προσθήκη της μειώνεται σημαντικά ο κίνδυνος τοπικής υποτροπής και γίνεται συγκρίσιμος με αυτόν της μαστεκτομής. Επίσης, μετά από μαστεκτομή, μπορεί να χρειαστεί να χορηγηθεί συμπληρωματική ακτινοθεραπεία σε περίπτωση που ο όγκος που αφαιρέθηκε είναι μεγάλος ή είναι πολύ κοντά στο θωρακικό τοίχωμα, σε περίπτωση που υπάρχει υποψία υπολειπόμενου όγκου και όταν οι λεμφαδένες της μασχάλης είναι διηθημένοι. Κάποιες φορές, στο πεδίο της ακτινοθεραπείας μπορεί να προστεθεί η μασχαλιαία κοιλότητα ή οι υπερκλείδιοι λεμφαδένες.
Κατά τη διάρκεια της ακτινοθεραπείας, οι ασθενείς μπορούν να εργαστούν κανονικά και μάλιστα να οδηγήσουν φεύγοντας από το νοσοκομείο. Συνήθως γίνεται 5 ημέρες την εβδομάδα, και η κάθε συνεδρία διαρκεί λίγες ώρες. Η ακτινοθεραπεία μαστού δεν προκαλεί ιδιαίτερες παρενέργειες, με τις περισσότερους ασθενείς να εμφανίζουν ήπιου βαθμού κόπωση, ή κάποια ερυθρότητα στο δέρμα, όπως στο έγκαυμα, ή και πόνο στον μαστό. Περιστασιακά, οι πιο μακροπρόθεσμες παρενέργειες περιλαμβάνουν αυξημένη μελάγχρωση του δέρματος και ήπια σκλήρυνση του μαστού. Οι επιπλοκές αυτές είναι σημαντικές στην περίπτωση μαστεκτομής και αποκατάστασης του μαστού καθώς η ακτινοθεραπεία μπορεί να επηρεάσει την ελαστικότητα του μαστού και την ποιότητα του δέρματος της περιοχής στην οποία θα εφαρμοστεί. Αυτό είναι σημαντικό για το είδος της αποκατάστασης που θα επιλεγεί.
Ορμονοθεραπεία
Οι ορμόνες του γυναικείου φύλου, όπως τα οιστρογόνα και η προγεστερόνη, παράγονται στο ανθρώπινο σώμα. Κάποια καρκινικά κύτταρα διαθέτουν πρωτεΐνες που ονομάζονται ορμονικοί υποδοχείς και χρειάζονται την παρουσία ορμονών για να αναπτυχθούν. Οι όγκοι στους οποίους προεξάρχουν τα κύτταρα αυτά ονομάζονται ορμονοεξαρτώμενοι όγκοι και για τη θεραπεία τους χρησιμοποιείται η ορμονοθεραπεία.
Η ορμονοθεραπεία επιβραδύνει ή αναστέλλει τελείως την ανάπτυξη ορμονοεξαρτώμενων όγκων. Η χορήγησή της στερεί στα καρκινικά κύτταρα τις ορμόνες που χρειάζονται για να αναπτυχθούν. Η ορμονοθεραπεία χορηγείται τόσο στη θεραπεία του πρώιμου καρκίνου του μαστού, όσο και στη μεταστατική νόσο. Ο τύπος της ορμονοθεραπείας που θα επιλεγεί για κάθε γυναίκα εξαρτάται από το αναπαραγωγικό της στάδιο (προ-, περι-, ή μετεμμηνοπαυσιακή) αλλά και το στάδιο του καρκίνου του μαστού.
Η ορμονοθεραπεία χορηγείται μετά το χειρουργείο και οι κύριες κατηγορίες φαρμάκων που χρησιμοποιούνται είναι η ταμοξιφαίνη και οι αναστολείς αρωματάσης. Τόσο η ταμοξιφαίνη όσο και οι αναστολείς αρωματάσεις χορηγούνται από το στόμα με τη μορφή χαπιού που λαμβάνεται μια φορά την ημέρα.
Η ταμοξιφαίνη είναι ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται ήδη πολλά χρόνια στην αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού, με ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα. Συνήθως, προτείνεται η λήψη της για μια περίοδο 5-10 ετών. Η λήψη της ταμοξιφαίνης συνδέεται με παρενέργειες όπως η ναυτία, η δυσπεψία, η ήπια μεταλλική γεύση, η ξηρότητα του κόλπου αλλά και διαταραχές της εμμήνου ρύσης ή και διακοπή της. Η σημαντικότερη παρενέργεια της ταμοξιφαίνης είναι η αύξηση του πάχους του ενδομητρίου και της πιθανότητας ανάπτυξης νεοπλασίας της μήτρας. Η γυναικολογική εξέταση ανά εξάμηνο, τόσο κλινικά όσο και με ενδοκολπικό υπερηχογράφημα των έσω γεννητικών οργάνων κρίνεται απαραίτητη κατά τη λήψη ταμοξιφαίνης.
Απο την άλλη, οι αναστολείς αρωματάσης αποτελούν μία σχετικά νέα κατηγορία ορμονοθεραπείας. Ο μηχανισμός δράσης τους στηρίζεται στην αναστολή της λειτουργίας του ενζύμου αρωματάση, το οποίο είναι απαραίτητο για την παραγωγή οιστρογόνων μετά την εμμηνόπαυση. Η λήψη αναστολέων αρωματάσης έχει κυρίως ένδειξη σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Οι σημαντικότερες παρενέργειες από τη χορήγηση αναστολέων αρωματάσης είναι η οστεοπόρωση, η αύξηση της χοληστερίνης και το αίσθημα κόπωσης. Για τον λόγο αυτό, μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που λαμβάνουν αναστολείς αρωματάσης κάνουν συχνότερους ελέγχους οστικής πυκνότητας και λιπιδαιμικού προφίλ, και λαμβάνονται ανάλογα θεραπευτικά μέτρα.
Στοχευμένες – Βιολογικές θεραπείες
Οι στοχευμένες ή βιολογικές θεραπείες είναι η ομάδα φαρμάκων που έχουν ως στόχο την ανακοπή της ανάπτυξης του καρκίνου, μέσω στόχευσης σε συγκεκριμένες διεργασίες που εκτελούνται εντός του καρκινικού κυττάρου. Το πιο σύνηθες παράδειγμα είναι η χρήση του φαρμάκου trastuzumab (Herceptin).
Ένα ποσοστό καρκίνων του μαστού, περίπου 15-20%, φέρουν υψηλότερη συγκέντρωση της πρωτεΐνης HER2 στην κυτταρική τους επιφάνεια, η οποία και διεγείρει την ανάπτυξή τους, και ονομάζονται HER2 (+) όγκοι. Οι όγκοι αυτοί συνήθως αυξάνονται σε μέγεθος και διασπείρονται πιο γρήγορα από τους HER2 (-). Το trastuzumab (εμπορική ονομασία Herceptin) προσκολλάται στις πρωτεΐνες αυτές, τις μπλοκάρει, και με τον τρόπο αυτό εμποδίζει την περαιτέρω ανάπτυξή του. Επίσης, βοηθά το ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπου στο να καταπολεμήσει τα καρκινικά κύτταρα.
Από τη χορήγηση του trastuzumab ωφελούνται μόνο οι ασθενείς που έχουν HER2 (+) όγκους. Η θεραπεία με trastuzumab ξεκινά μαζί με τη χημειοθεραπεία, και συνεχίζεται για ένα ή δυο έτη, ανάλογα την περίπτωση. Το trastuzumab χορηγείται ενδοφλεβίως ή υποδορίως, σε εξωτερική βάση, συνήθως κάθε τρεις εβδομάδες.
Συνήθως δεν χορηγείται σε εγκυμονούσες, και οι ασθενείς θα πρέπει να λαμβάνουν μέτρα αντισύλληψης για 6 μήνες μετά τη διακοπή του. Επίσης, δεν χορηγείται στην περίοδο της γαλουχίας.
Όπως κάθε φάρμακο, έτσι και η στοχευμένη θεραπεία με trastuzumab μπορεί να έχει παρενέργειες. Αρχικά, το trastuzumab χορηγείται παράλληλα με τις ταξάνες στη συμπληρωματική θεραπεία του καρκίνου του μαστού, αλλά όχι σε συνδυασμό με ανθρακυκλίνες, λόγω τοξικότητος στην καρδιά. Οι συχνότερες παρενέργειές του είναι ο πυρετός και οι κρυάδες, η ναυτία και η διάρροια. Εντούτοις, συνήθως είναι ήπιας μορφής, και εξασθενούν μετά τις πρώτες 2-3 δόσεις θεραπείας. Επίσης, πριν την έναρξη θεραπείας με trastuzumab, αλλά και κατά τη διάρκεια αυτής, είναι απαραίτητος ο καρδιολογικός έλεγχος με υπέρηχο καρδιάς, καθώς σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να αναπτυχθούν καρδιολογικά προβλήματα.
Oncotype DX™
Η εξέταση γονιδιακής υπογραφής του καρκίνου του μαστού Oncotype DX® είναι μια πολυγονιδιακή διαγνωστική εξέταση η οποία προσδιορίζει τον ατομικό κίνδυνο υποτροπής του καρκίνου στο διηθητικό καρκίνο του μαστού πρώιμου σταδίου. Με τον τρόπο αυτό αναγνωρίζονται οι ασθενείς με ελάχιστη, αν όχι μηδενική, πιθανότητα οφέλους, και ασθενείς με σημαντική πιθανότητα οφέλους από τη χημειοθεραπεία. Η εξέταση Oncotype DX® ανιχνεύει την υποκείμενη βιολογία του όγκου βοηθώντας στη λήψη αποφάσεων σχετικά με τη θεραπεία.
Η εξέταση Oncotype DX® αναλύει τη δραστηριότητα 21 γονιδίων από τον όγκο καρκίνου του μαστού παρέχοντας ένα εξατομικευμένο αποτέλεσμα πρόγνωσης υποτροπής (Recurrence Score), το οποίο είναι μοναδικό για τη βιολογία του καρκίνου της ασθενούς. Η εξέταση Oncotype DX® για καρκίνο μαστού εκτελείται στον ιστό που έχει φυλαχθεί από το αρχικό σας χειρουργείο, και δεν χρειάζεται να υποβληθείτε σε νέα επέμβαση. Ο γιατρός σας θα πρέπει να σας παραπέμψει για την εξέταση εφόσον πληροίτε τις προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή της. Η ένδειξη για διεξαγωγή της εξέτασης τίθεται λαμβάνοντας υπόψιν το μέγεθος του όγκου, την επέκταση στους λεμφαδένες της μασχάλης, το ιδιαίτερο προφίλ του όγκου (ορμονικοί υποδοχείς, έκφραση ογκογονιδίου Her2), και την ηλικία της ασθενούς (προ- ή μετεμμηνοπαυσιακή).