Καρκίνος Μαστού
Παράγοντες Κινδύνου
Για την εμφάνιση του καρκίνου του μαστού έχουν ενοχοποιηθεί πολλοί παράγοντες. Η καταγραφή των παραγόντων κινδύνου είναι σημαντική τόσο για τον γιατρό, όσο και για την ασθενή αφού καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη συχνότητα του προσυμπτωματικού ελέγχου αλλά και το είδος των διαγνωστικών εξετάσεων που επιλέγονται.
Οι κυριότεροι παράγοντες κινδύνου που έχουν αναγνωρισθεί μέχρι σήμερα είναι οι εξής:
Φύλο και ηλικία: Ο καρκίνος του μαστού είναι μια νόσος που κατ’ εξοχήν προσβάλλει το γυναικείο φύλο. Για κάθε 100 γυναίκες που εμφανίζουν τη νόσο, διαγιγνώσκεται μια περίπτωση καρκίνου του μαστού σε άνδρα. Ο κίνδυνος εμφάνισης αυξάνεται προοδευτικά με την ηλικία, με 8 στις 10 περίπου περιπτώσεις να εμφανίζονται μετά τα 50 έτη.
Ατομικό ιστορικό παθήσεων του μαστού: Μια γυναίκα που έχει νοσήσει με καρκίνο του μαστού έχει αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης διηθητικού καρκίνου στον άλλο μαστό σε ποσοστό 5-10% στα 10 χρόνια. Επίσης, η ύπαρξη ιστορικού κάποιας προκαρκινικής αλλοίωσης (π.χ. λοβιακό καρκίνωμα in situ, άτυπη επιθηλιακή υπερπλασία) ή κάποιας υπερπλαστικής βλάβης του μαστού (π.χ. ενδοπορικό θήλωμα, σύνθετο ινοαδένωμα, σύνθετη σκληρυντική αλλοίωση) μπορεί να σχετίζεται με χαμηλό, μέτριο ή αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού.
Οικογενειακό ιστορικό: Το θετικό οικογενειακό ιστορικό αποτελεί έναν από τους κυριότερους παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη του καρκίνου του μαστού. Θετικό ιστορικό εντοπίζεται σε ποσοστό 15-20% των ασθενών με καρκίνο του μαστού. Μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχουν οι γυναίκες που έχουν στην οικογένειά τους περιπτώσεις:
– καρκίνου μαστού σε πρώτου βαθμού συγγενείς
– καρκίνου μαστού σε άτομα ηλικίας <40 ετών
– καρκίνου και στους δύο μαστούς στο ίδιο άτομο
– καρκίνου μαστού και ωοθηκών
– καρκίνου μαστού σε άνδρα
Ειδικά στην περίπτωση που στην οικογένεια εντοπίζονται μεταλλάξεις σε συγκεκριμένα γονίδια που σχετίζονται με τον καρκίνο του μαστού (π.χ. BRCA1, BRCA2), τεκμηριώνεται η ύπαρξη κληρονομικού καρκίνου και ο κίνδυνος ανάπτυξης της νόσου είναι ιδιαίτερα αυξημένος.
Πυκνότητα των μαστών: Οι πυκνοί μαστοί έχουν περισσότερο αδενικό και συνδετικό ιστό σε σχέση με τους πιο λιπώδεις μαστούς και εμφανίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης κακοήθειας. Πρέπει να σημειωθεί ότι και ο απεικονιστικός έλεγχος των πυκνών μαστών είναι δυσχερέστερος. Στις περιπτώσεις αυτές συστήνεται ψηφιακή μαστογραφία η οποία υπερτερεί σαφώς της κλασσικής μαστογραφίας, αλλά και επιπλέον απεικονιστικές εξετάσεις όπως το υπερηχογράφημα και η μαγνητική μαστογραφία.
Ηλικία εμμηναρχής και εμμηνόπαυσης: Οι γυναικείες ορμόνες, οιστρογόνα και προγεστερόνη, συνδέονται με την ανάπτυξη των δευτερευόντων χαρακτηριστικών του φύλου (όπως η ανάπτυξη του μαστού) και την εγκυμοσύνη, ενώ η «παραγωγή» τους στο γυναικείο σώμα μειώνεται στην εμμηνόπαυση. Η παρατεταμένη έκθεση του μαστού στη δράση των ορμονών αυτών επηρεάζει την εμφάνιση καρκίνου του μαστού, και έτσι οι γυναίκες με πρώιμη εμμηναρχή (κάτω των 12 ετών) ή καθυστερημένη εμμηνόπαυση (άνω των 55 ετών) έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού.
Τεκνοποίηση–ηλικία κατά την πρώτη εγκυμοσύνη–θηλασμός: Η εγκυμοσύνη έχει προστατευτική επίδραση στην εμφάνιση καρκίνου του μαστού. Έτσι, οι άτεκνες γυναίκες βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο συγκριτικά με γυναίκες που έχουν τεκνοποιήσει. Η προστατευτική επίδραση της εγκυμοσύνης δεν καταγράφεται άμεσα, αλλά 10 χρόνια μετά τον πρώτο τοκετό. Σημαντική παράμετρος είναι και η ηλικία της πρώτης κύησης, καθώς όταν αυτή ολοκληρώνεται κάτω από τα 30 έτη, δρα προστατευτικά για την εμφάνιση της νόσου. Ακόμη, φαίνεται πως και ο θηλασμός δρα προστατευτικά ενάντια στην ανάπτυξη της νόσου.
Θεραπεία Ορμονικής Υποκατάστασης–Αντισυλληπτικά–Εξωσωματική Γονιμοποίηση: Η λήψη ορμονών μετά την εμμηνόπαυση έχει φανεί ότι σχετίζεται με αύξηση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του μαστού. Η αύξηση του σχετικού κινδύνου φαίνεται να είναι ανάλογη με τη διάρκεια λήψης και τον τύπο των ορμονών υποκατάστασης.
Η χρήση αντισυλληπτικών έχει επίσης συσχετιστεί με μια μικρή αύξηση του σχετικού κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του μαστού. Ο κίνδυνος αυτός φαίνεται να εκμηδενίζεται μετά τα 10 έτη διακοπής λήψης των αντισυλληπτικών.
Όσον αφορά την εξωσωματική γονιμοποίηση, αν και δεν έχει διευκρινισθεί με ακρίβεια η επίδρασή της στην εμφάνιση καρκίνου μαστού, είναι σαφές ότι η επαναλαμβανόμενη χρήση ορμονών σε μεγάλες δόσεις θα πρέπει να αποφεύγεται.
Τρόπος Ζωής: Η έλλειψη σωματικής άσκησης, η αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ, η κατανάλωση τροφών με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά και η παχυσαρκία, σχετίζονται με αύξηση του σχετικού κινδύνου για την εμφάνιση καρκίνου του μαστού.
Κάπνισμα: Η σχέση μεταξύ καπνίσματος και καρκίνου του μαστού είναι υπό αμφισβήτηση. Πάντως, στις περισσότερες μελέτες αναδεικνύεται μια ελαφρά αύξηση του σχετικού κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου του μαστού, ιδιαίτερα σε χρόνιους και βαρείς καπνιστές και όταν το κάπνισμα ξεκινά σε μικρή ηλικία.
Ακτινοβολία: Οι γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε ακτινοθεραπεία στον θώρακα σε νεαρή ηλικία (π.χ. για λέμφωμα Hodgkin) έχουν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι δόσεις ακτινοβολίας που λαμβάνει μια γυναίκα κατά τη διάρκεια της ετήσιας μαστογραφίας είναι ιδιαίτερα χαμηλές και δεν συνδέονται με κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου.