Καλοήθεις παθήσεις του μαστού

Ινοαδένωμα

Το ινοαδένωμα αποτελεί τον πιο συχνό καλοήθη υπερπλαστικό όγκο του μαστού. Εμφανίζεται στο 10% περίπου των γυναικών, οι οποίες στη συντριπτική πλειοψηφία τους είναι κάτω των 35 ετών. Συνήθως είναι μονήρες, αλλά σε 10-20% των γυναικών εμφανίζονται πολλαπλά ινοαδενώματα, πιθανώς και στους δύο μαστούς.

Η ακριβής αιτία ανάπτυξης του ινοαδενώματος είναι άγνωστη. Παρόλα αυτά, φαίνεται να υπάρχει συσχέτιση με τα οιστρογόνα, γιαυτό και εμφανίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε νεαρές γυναίκες ή και κατά την κύηση.

Το ινοαδένωμα μπορεί είτε να παραμείνει σταθερό σε μέγεθος, είτε να μεγαλώσει (ειδικά κατά τη διάρκεια μιας εγκυμοσύνης ή του θηλασμού), ενώ πολύ συχνά κατά την εμμηνόπαυση υποστρέφει. Η ύπαρξη κάποιου ινοαδενώματος χωρίς άτυπα χαρακτηριστικά δεν αυξάνει την πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου.

Συνήθως η παρουσία ενός ινοαδενώματος διαπιστώνεται κατά την αυτοεξέταση ή την κλινική εξέταση ως ευκίνητο, συμπαγές, ανώδυνο ογκίδιο. Όταν το μέγεθός του σε σχέση με το μέγεθος του μαστού είναι μικρό, το ινοαδένωμα δεν ψηλαφάται και ανιχνεύεται με τη βοήθεια υπερηχογραφήματος.

Η διάγνωση του ινοαδενώματος τίθεται με την κλινική εικόνα και τον απεικονιστικό έλεγχο, που συνίσταται σε υπερηχογράφημα ή/και μαστογραφία. Η οριστική διάγνωση μπαίνει με τη βιοψία η οποία μπορεί να είναι είτε κυτταρολογική με αναρρόφηση δια λεπτής βελόνης (FNA), είτε ιστολογική με λήψη ιστοτεμαχιδίων δια κόπτουσας βελόνης (core biopsy).

Τα ινοαδενώματα συνήθως δεν απαιτούν κάποια ιδιαίτερη θεραπεία και αρκεί η παρακολούθησή τους, κλινικά και υπερηχογραφικά, για να διαπιστώνεται ότι δεν μεταβάλλονται σε σχήμα ή μέγεθος.

Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που απαιτείται να αφαιρεθούν χειρουργικά, όπως όταν υπάρχει υπόνοια κακοήθειας στη βιοψία, όταν το μέγεθός τους είναι μεγάλο (άνω των 2-3cm) ή αυξάνεται γρήγορα (>20% σε διάστημα ενός 6μήνου), όταν η παρουσία τους προκαλεί αισθητική παραμόρφωση του μαστού και τέλος, όταν η ίδια η ασθενής το επιθυμεί.

Κύστεις μαστού

Οι κύστεις είναι μια αρκετά συνήθης καλοήθης πάθηση, ιδιαίτερα σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Περίπου το 10% των γυναικών θα παρουσιάσουν μια συμπτωματική κύστη στον ένα ή και στους δύο μαστούς και στις μισές περιπτώσεις θα εμφανιστούν επιπλέον κύστεις στη διάρκεια της ζωής τους. Συνήθως δεν αναπτύσσονται κύστεις μετά την εμμηνόπαυση, εκτός εάν η γυναίκα λαμβάνει σκευάσματα ορμονικής υποκατάστασης.

Οι μεγάλες κύστεις εμφανίζονται συχνότερα ως ευαίσθητες ψηλαφητικά μάζες, κυρίως πριν από την περίοδο, ενώ οι μικρές κύστεις είναι ασυμπτωματικές και αναδεικνύονται τυχαία στον απεικονιστικό έλεγχο και την κλινική εξέταση. Το περιεχόμενο τους είναι συνήθως διαυγές ή φαιό και η αλλαγή στο μέγεθος τους οφείλεται σε διακύμανση των ορμονών.

Η διάγνωση των κύστεων τίθεται συνήθως με το υπερηχογράφημα μαστών, όπου αναδεικνύεται η ύπαρξη υγρού.

Σε μερικές περιπτώσεις, ειδικά εάν πιθανολογείται η ύπαρξη ενδοκυστικού μορφώματος, για την επιβεβαίωση της διάγνωσης μπορεί να χρειαστεί παρακέντηση της κύστης με λεπτή βελόνη (FNA).

Η παρουσία κύστεων μαστού δεν αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου του μαστού, ούτε απαιτεί κάποια περαιτέρω θεραπεία ή συχνότερη παρακολούθηση. Οι περισσότερες κύστεις υποστρέφουν μόνες τους με την πάροδο του χρόνου και δεν θα πρέπει να προκαλούν ανησυχία. Σε περίπτωση που μια ή περισσότερες κύστεις προκαλούν έντονα συμπτώματα λόγω μεγέθους, αντιμετωπίζονται με εκκενωτική παρακέντηση κατά την οποία αφαιρείται το περιεχόμενο τους, με ή χωρίς την καθοδήγηση των υπερήχων. Το υγρό συνήθως (ιδιαίτερα εάν είναι αιματηρό) αποστέλλεται για κυτταρολογική εξέταση. Ακολουθεί επανεξέταση με υπερηχογράφημα σε 3 με 6 εβδομάδες και εάν η κύστη υποτροπιάσει, η διαδικασία επαναλαμβάνεται.

Μία κύστη που υποτροπιάζει περισσότερες από 3-4 φορές το χρόνο χρειάζεται χειρουργική εξαίρεση. Άλλες ενδείξεις για χειρουργική αφαίρεση μιας κύστης αποτελούν τα ύποπτα μαστογραφικά ή υπερηχογραφικά ευρήματα (π.χ. ενδοκυστικό μόρφωμα, πολύχωρη κύστη), το αιματηρό περιεχόμενο, η θετική για κακοήθεια κυτταρολογική εξέταση του υγρού και η παρουσία υπολειπόμενης μάζας μετά την εκκένωση της κύστης.

Ινοκυστική Αλλαγή του Μαστού

Η ινοκυστική αλλαγή του μαστού είναι μια καλοήθης πάθηση της οποίας η αιτιολογία δεν είναι σαφής και πιθανόν είναι αποτέλεσμα άτυπης ανταπόκρισης του μαζικού αδένα σε ορμονικές επιδράσεις. Αντιστοιχεί περισσότερο σε μια παραλλαγή του φυσιολογικού μαστού, παρά σε νόσο.

Μία στις τρεις γυναίκες έχει ινοκυστικούς μαστούς, ιδιαίτερα σε ηλικίες από 20 μέχρι 50 έτη. Η παρουσία ινοκυστικής αλλαγής του μαστού δεν έχει ειδικά ευρήματα στην κλινική εξέταση. Στην ψηλάφηση των μαστών μπορεί να έχουμε μαλακές και σκληρές περιοχές και στους δυο μαστούς, ενώ συχνά συνυπάρχει πόνος ή ευαισθησία στον μαστό που μεταβάλλεται κατά την περίοδο, καθώς και έκκριμα από τη θηλή.

Στη μαστογραφία μπορεί να εμφανίζεται υπό μορφή κύστεων, ίνωσης και αποτιτανώσεων, πολλαπλών, συρρέουσων ή διάσπαρτων. Η μαστογραφία στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι διαγνωστική και πρέπει να συμπληρώνεται με υπερηχογράφημα των μαστών. Για τον αποκλεισμό κακοήθειας μπορεί να απαιτηθεί η διενέργεια επιπλέον απεικονιστικών εξετάσεων (π.χ. μαγνητική μαστογραφία).

Η ινοκυστική αλλαγή του μαστού δεν απαιτεί κάποια συγκεκριμένη θεραπεία. Επί ύπαρξης συμπτωμάτων, όπως μαστοδυνίας, συνίσταται η λήψη μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, η τοποθέτηση θερμών επιθεμάτων και η καλή υποστήριξη των μαστών με σωστό στηθόδεσμο.

Ενδοπορικό θήλωμα

Το ενδοπορικό θήλωμα είναι μια καλοήθης υπερπλαστική πάθηση του μαστού και είναι πιο συχνό σε γυναίκες που διανύουν την 4η δεκαετία της ζωής τους. Τα ενδοπορικά θηλώματα αναπτύσσονται στο εσωτερικό των πόρων και συνήθως εντοπίζονται κοντά στη θηλή, αλλά σπανιότερα και σε άλλα σημεία.

Τις περισσότερες φορές οι ασθενείς προσέρχονται λόγω παρουσίας μιας μικρής ψηλαφητής μάζας ή λόγω εκκρίματος από τη θηλή (που κατά κανόνα είναι αιματηρό). Εκτός από τις τυπικές απεικονιστικές εξετάσεις (μαστογραφία, υπερηχογράφημα), μπορεί να απαιτηθεί η διενέργεια διαδερμικής βιοψίας, ούτως ώστε να αποκλεισθεί η πιθανότητα ύπαρξης κακοήθειας. Αφού τεθεί η διάγνωση του ενδοπορικού θηλώματος, το πλάνο αντιμετώπισης μπορεί να περιλαμβάνει από απλή παρακολούθηση έως χειρουργική επέμβαση.

Το ενδοπορικό θήλωμα κατατάσσεται στις υπερπλαστικές αλλοιώσεις του μαστού και η πιθανότητα ύπαρξης καρκίνου, όταν δεν ανιχνεύονται άτυπα κύτταρα στη βιοψία, είναι σχεδόν μηδενική. Στις περιπτώσεις όπου το θήλωμα περιέχει και άτυπα κύτταρα, καθώς και στις περιπτώσεις πολλαπλών ενδοπορικών θηλωμάτων, η πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου του μαστού αυξάνεται σημαντικά, και συνήθως απαιτείται χειρουργική εξαίρεση. Επίσης, όταν το θήλωμα προκαλεί εκροή υγρού από τη θηλή, απαιτείται εκτομή του πάσχοντος θηλαίου πόρου.

Λίπωμα μαστού

Το λίπωμα του μαστού είναι ένας καλοήθης όγκος που δημιουργείται από υπερβολική ανάπτυξη λιπώδους ιστού. Συνήθως μεγαλώνει με πολύ βραδύ ρυθμό και διαγιγνώσκεται σε γυναίκες ηλικίας 40-60 ετών. Η παρουσία του δεν συνδέεται με αύξηση του κινδύνου για εμφάνιση καρκίνου του μαστού.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, η διάγνωση του λιπώματος θα τεθεί κατά τη διάρκεια διερεύνησης ενός ψηλαφητού ογκιδίου. Τα περισσότερα λιπώματα είναι ανώδυνα, μαλακά στην υφή και ευκίνητα. Στη μαστογραφία και το υπερηχογράφημα συνήθως δεν έχουν ύποπτα χαρακτηριστικά και εμφανίζονται ως καλά περιγεγραμμένες μάζες.

Αφού τεθεί η διάγνωση του λιπώματος, δεν υπάρχει λόγος για περαιτέρω αντιμετώπιση ή συχνότερο έλεγχο. Χειρουργική εξαίρεση απαιτείται στις περιπτώσεις που το μέγεθος του λιπώματος αυξάνει γρήγορα, που προκαλείται ασυμμετρία στους μαστούς ή που τα απεικονιστικά ευρήματα υποδεικνύουν την πιθανότητα ύπαρξης επιπλέον αλλοιώσεων στον μαστό.

Φυλλοειδής Όγκος

Ο φυλλοειδής όγκος είναι ένας σπάνιος τύπος νεοπλασίας του μαστού, που τις περισσότερες φορές είναι καλοήθης. Η πιθανότητα ύπαρξης κακοήθειας, που στην περίπτωση του φυλλοειδούς όγκου έχει χαρακτηριστικά σαρκώματος, είναι ιδιαίτερα μικρή, καθώς τέτοιοι όγκοι αποτελούν μόλις το 0,5% του συνόλου των κακοηθειών του μαστού.

Ο φυλλοειδής όγκος συνήθως γίνεται αντιληπτός σαν ένα ταχέως αυξανόμενο σε μέγεθος ογκίδιο, με ομαλό, πολυλοβωτό περίγραμμα και σκληρή σύσταση. Απαντάται συχνότερα σε γυναίκες που διανύουν την 4η – 5η δεκαετία της ζωής τους και διαγιγνώσκεται μετά από κλινικό έλεγχο, απεικονιστικό έλεγχο και βιοψία μαστού.

Η διάγνωση του φυλλοειδή όγκου δεν είναι πάντα ευχερής, καθώς τα απεικονιστικά χαρακτηριστικά του προσομοιάζουν με αυτά του ινοαδενώματος. Η αρχική ιστολογική του ταυτοποίηση γίνεται κατά προτίμηση με βιοψία δια κόπτουσας βελόνας (core biopsy), καθώς η παρακέντηση με λεπτή βελόνα οδηγεί συχνότερα σε ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις απαιτείται χειρουργική βιοψία.

Η αντιμετώπιση του καλοήθους φυλλοειδή όγκου συνίσταται στη χειρουργική εκτομή του. Σκοπός της επέμβασης είναι η αφαίρεση του όγκου σε υγιή όρια, δηλαδή πλήρης εκτομή του όγκου μαζί με μικρή ποσότητα μαζικού αδένα που τον περιβάλλει. Η ύπαρξη υγιών ορίων εκτομής είναι σημαντική, καθώς μειώνει δραστικά την πιθανότητα επανεμφάνισης του όγκου. Σε σπάνιες περιπτώσεις που το μέγεθος του όγκου είναι ιδιαίτερα μεγάλο, μπορεί να απαιτηθεί μαστεκτομή και επέμβαση αποκατάστασης του μαστού.

Επιπλέον, στις περιπτώσεις που τα όρια εκτομής είναι επισφαλή ή σε κακοήθεις φυλλοειδείς όγκους, οι ασθενείς θα πρέπει να υποβάλλονται σε επικουρική ακτινοθεραπεία του μαστού με στόχο τον περιορισμό του αυξημένου κινδύνου τοπικής υποτροπής.

Πορεκτασία

Η πορεκτασία είναι μια καλοήθης πάθηση του μαστού και αποτελεί το συχνότερο αίτιο εμφάνισης εκκρίματος από τη θηλή σε γυναίκες άνω των 55 ετών. Το κάπνισμα αποτελεί προδιαθεσικό παράγοντα για την εμφάνισή της. Μπορεί να εκδηλωθεί και ως εισολκή θηλής, ή ως ψηλαφητό ογκίδιο, επώδυνο ή μη, πίσω από τη θηλή, σε περίπτωση που αυτή φλεγμαίνει ή υπάρχει σχηματισμός ουλής. Μερικές φορές εμφανίζονται υποτροπιάζουσες φλεγμονές, κυρίως περιθηλαία.

Η παρουσία πορεκτασίας συνήθως δεν χρειάζεται αντιμετώπιση, πέραν της ενημέρωσης της ασθενούς για την καλοήθη φύση του προβλήματος της.  Όταν  η έκκριση από τη θηλή είναι ενοχλητική και επίμονη μπορεί να αντιμετωπιστεί χειρουργικά με υποθηλαία εκτομή των πόρων.

Σκληρυντική αδένωση

Η σκληρυντική αδένωση αφορά τη σκλήρυνση των στοιχείων του μαστού, η οποία συνήθως οφείλεται σε αλλαγές στον μαστό που γίνονται με την πάροδο της ηλικίας. Είναι μια καλοήθης πάθηση που εμφανίζεται κυρίως σε γυναίκες 30 έως 45 ετών, και δεν σχετίζεται με εμφάνιση καρκίνου του μαστού.

Η σκληρυντική αδένωση μπορεί να εμφανίζεται ως ψηλαφητή μάζα, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις αναγνωρίζεται στη μαστογραφία με τη μορφή αποτιτανώσεων, που συνήθως είναι διάσπαρτες στον μαστό. Εντούτοις, η διερεύνησή τους με βιοψία είναι κάποιες φορές αναγκαία ώστε να αποκλειστεί η παρουσία κακοήθειας.

Λιπονέκρωση

Η λιπονέκρωση είναι μια καλοήθης πάθηση του μαστού που μπορεί να εμφανιστεί σε γυναίκες όλων των ηλικιών. Αναπτύσσεται συνηθέστερα μετά από βιοψία, χειρουργική επέμβαση, ακτινοθεραπεία ή κάκωση στον μαστό.

Η λιπονέκρωση, τόσο κλινικά όσο και ακτινολογικά, μπορεί να εμφανίζει κοινά χαρακτηριστικά με τον καρκίνο του μαστού. Έτσι, οι ασθενείς μπορεί να ψηλαφούν μια σκληρή μάζα στον μαστό τους ή να εμφανίζουν διαταραχή της αρχιτεκτονικής του μαζικού αδένα στη μαστογραφία. Η διενέργεια βιοψίας είναι επιβεβλημένη προς αποκλεισμό της κακοήθειας.

Η διάγνωση της λιπονέκρωσης δεν συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού και συνήθως δεν απαιτείται περαιτέρω θεραπεία. Σε περίπτωση που η λιπονέκρωση οφείλεται σε προηγηθείσα επέμβαση ή ακτινοθεραπεία και συνδέεται με πόνο στον μαστό, τα απλά παυσίπονα αρκούν για την αντιμετώπιση.

Αμάρτωμα

Το αμάρτωμα είναι μια αλλοίωση του μαστού που συνήθως δεν προκαλεί συμπτώματα, αλλά αποτελεί τυχαίο εύρημα σε μαστογραφικό έλεγχο, στον οποίο εμφανίζεται ως συμπαγής μάζα. Απαντάται συχνότερα σε νέες γυναίκες, ενώ φαίνεται πως μεγαλώνει με μεγαλύτερο ρυθμό κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή της γαλουχίας. Το αμάρτωμα, ουσιαστικά, είναι ένα σύμπλεγμα ινώδους, αδενικού και λιπώδους ιστού και για το λόγο αυτό αναφέρεται και ως ινοαδενολίπωμα ή αδενολίπωμα.

Το αμάρτωμα είναι συνήθως καλόηθες. Επειδή όμως εντός των στοιχείων του μπορεί σε ορισμένες σπάνιες περιπτώσεις να συνυπάρχει κάποια μικρή εστία καρκινικών κυττάρων, η χειρουργική του αφαίρεση με σκοπό τον αποκλεισμό της κακοήθειας είναι επιβεβλημένη, ιδιαίτερα όταν τα ακτινολογικά χαρακτηριστικά του είναι ύποπτα.

Γαλακτοκήλη

Η γαλακτοκήλη απαντάται συχνότερα στις νέες γυναίκες μετά τον θηλασμό. Προσομοιάζει με κύστη του μαστού, με τη διαφορά ότι περιέχει γάλα, και οφείλεται σε απόφραξη ενός ή περισσοτέρων γαλακτοφόρων πόρων.

Στο υπερηχογράφημα, οι γαλακτοκήλες δεν έχουν ειδικούς απεικονιστικούς χαρακτήρες, οπότε θα πρέπει να διενεργηθεί βιοψία, συνήθως δια λεπτής βελόνης (FNA). Η παρουσία γάλακτος στο υλικό της αναρρόφησης θα επιβεβαιώσει τη διάγνωση της γαλακτοκήλης και ταυτόχρονα θα αποκλείσει την ύπαρξη κακοήθειας.

Η παρουσία γαλακτοκήλης δεν αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού. Τις περισσότερες φορές, υποστρέφει μόνη της όταν παύσει η ορμονική επίδραση της κύησης ή της γαλουχίας στον μαστό.

Μαστίτιδα – Φλεγμονές

Οι φλεγμονές του μαστού στις μέρες μας είναι λιγότερο συχνές. Διακρίνονται στις φλεγμονές που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της γαλουχίας (περίπου 10% των περιπτώσεων) και σε αυτές που εμφανίζονται εκτός της περιόδου της γαλουχίας και εντοπίζονται στο δέρμα ή στο μαζικό παρέγχυμα.

Οι φλεγμονές που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της γαλουχίας οφείλονται συνήθως στο μικρόβιο Staphylococcus aureus  ενώ σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να οφείλονται σε μεγαλύτερη ποικιλία μικροβίων (εντερόκοκκοι, στρεπτόκοκκοι, αναερόβιοι μικροοργανισμοί, είδη bacteroides). Σπάνια μπορεί να συμβούν και ειδικές φλεγμονές στον μαστό π.χ. φυματίωση, ακτινομυκητίαση κλπ.

Εμφανίζεται ως μια εξέρυθρη, θερμή και εξαιρετικά ευαίσθητη περιοχή του μαστού. Εκτός θηλασμού αναπτύσσονται είτε περιφερικά είτε κεντρικά σε έδαφος υποθηλαίας πορεκτασίας. Μερικές φορές, παρά τη χορήγηση αντιβιοτικών μπορεί να δημιουργηθεί απόστημα. Κατά την εξέταση τότε παρατηρείται κλυδασμός, σκληρία και μασχαλιαία λεμφαδενίτιδα ενώ συστηματικά ενδέχεται να εμφανιστεί πυρετός και λευκοκυττάρωση.

Η θεραπεία των φλεγμονών του μαστού είναι ανάλογη της κλινικής εικόνας.  Αρχικά  χορηγούνται αντιβιοτικά (πενικιλίνη, κεφαλοσπορίνη ή συνδυασμός αμοξυκιλλίνης και κλαβουλανικού οξέος). Σε περίπτωση που αναπτυχθεί απόστημα, συνήθως η χειρουργική παροχέτευση του είναι απαραίτητη. Για αποφυγή  της επέμβασης σε πρόσφατές φλεγμονές και μικρά αποστήματα προτείνεται η επανειλημμένη παρακέντηση με λεπτή βελόνη (FNA) με ταυτόχρονη συνέχιση της αντιβιοτικής αγωγής.

Σε υποτροπιάζουσες φλεγμονές ή μετά από χειρουργική επέμβαση, είτε  αυτόματα μετά από  παροχέτευση ενός αποστήματος μπορεί να δημιουργηθεί κάποιο συρίγγιο. Αντιμετωπίζεται χειρουργικά είτε με ανοικτή μέθοδο (το τραύμα αφήνεται ανοιχτό ώστε να κλείσει κατά δεύτερο σκοπό) είτε με κλειστή μέθοδο (μετά την εκτομή του σηραγγώδους πόρου γίνεται συρραφή του τραύματος).

Ιδιαίτερη περίπτωση φλεγμονής του μαστού αποτελεί η νόσος του Mondor κατά την οποία εμφανίζεται μία επώδυνη ταινιοειδής σκληρία λόγω φλεγμονής και θρόμβωσης του επιπολής φλεβικού δικτύου του μαστού. Είναι εξαιρετικά σπάνια, δεν έχει γνωστή αιτιολογία και υποχωρεί αυτόματα ή μετά από λήψη αντιφλεγμονωδών φαρμάκων.

Μαστοδυνία

Ο πόνος στον μαστό είναι ένα συχνό σύμπτωμα σε γυναίκες όλων των ηλικιών, που μπορεί να αποτελέσει πηγή ανησυχίας για μια γυναίκα. Η μαστοδυνία από μόνη της συνήθως δεν είναι ένα σύμπτωμα που παραπέμπει σε καρκίνο του μαστού και το πιθανότερο είναι να οφείλεται σε κάποια άλλη καλοήθη κατάσταση ή σε θωρακικό άλγος άλλης αιτιολογίας.

Η μαστοδυνία μπορεί να είναι «αληθής», όπου ο πόνος πράγματι προέρχεται από τον μαστό, ή αντανακλαστική, δηλαδή ο πόνος να προέρχεται από άλλο σημείο του σώματος (συνήθως το θωρακικό τοίχωμα) και να αντανακλά στον μαστό.

Η αληθής μαστοδυνία μπορεί να είναι κυκλική ή μη-κυκλική. Η κυκλική μαστοδυνία εμφανίζεται σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σε σχέση με την έμμηνο ρύση και συνδέεται με τις ορμονικές αλλαγές κατά τη διάρκεια του καταμήνιου κύκλου. Τις περισσότερες φορές, εμφανίζεται περίπου μια εβδομάδα πριν την έναρξη της εμμήνου ρύσεως, με τη μορφή τάσης και ευαισθησίας στους μαστούς και υφίεται αυτόματα με την έναρξη της εμμήνου ρύσεως. Ο τύπος αυτός μαστοδυνίας αφορά σχεδόν αποκλειστικά προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.

Η μη κυκλική μαστοδυνία αφορά σε άλγος στον μαστό που δεν έχει σχέση με τον καταμήνιο κύκλο και μπορεί να παρατηρηθεί και σε γυναίκες μετεμμηνοπαυσιακής ηλικίας. Η ακριβής αιτιολογία δεν είναι γνωστή, καθώς έχουν ενοχοποιηθεί διάφοροι παράγοντες όπως προηγούμενες επεμβάσεις, τραυματισμοί των μαστών και το άγχος. Στις μισές περίπου περιπτώσεις η μη κυκλική μαστοδυνία υφίεται αυτόματα.

Η αντανακλαστική μαστοδυνία, από την άλλη, είναι ο πόνος που προέρχεται ουσιαστικά από άλλο σημείο του σώματος, αλλά αντανακλά στην περιοχή του μαστού. Συνήθως οφείλεται σε μυοσκελετικές παθήσεις του θωρακικού τοιχώματος, ενώ σπανιότερα αποδίδεται σε παθήσεις από τα όργανα της κοιλιάς (π.χ. χολολιθίαση).

Η διερεύνηση του τύπου της μαστοδυνίας αποτελεί το πρώτο βήμα στη διαγνωστική προσέγγισή της. Η προσεκτική λήψη ιστορικού σε συνδυασμό με την κλινική εξέταση θα μας δώσουν τις απαραίτητες πληροφορίες για την κατάταξή της σε κάποιον από τους παραπάνω τύπους και την περαιτέρω διερεύνησή της, εάν χρειάζεται. Για τους τύπους αληθούς μαστοδυνίας, αφού αποκλεισθεί οποιαδήποτε πιθανότητα κακοήθειας, ο καθησυχασμός της ασθενούς αποτελεί το σημαντικότερο βήμα.

Η περαιτέρω αντιμετώπιση συνίσταται σε τροποποίηση της δίαιτας (περιορισμός καφέ, αλκοόλ, λιπαρών τροφών), λήψη φυτο–οιστρογόνων (γάλα σόγιας, εκχύλισμα λυγαριάς ή νυχτολούλουδου) και χορήγηση παυσίπονων (παρακεταμόλη, αντιφλεγμονώδη). Σε εμμένουσες περιπτώσεις, έχουν χρησιμοποιηθεί ορμονικές θεραπείες (ταμοξιφαίνη, δαναζόλη). Τέλος, η μαστεκτομή έχει περιγραφεί σε ασθενείς με εμμένουσα μαστοδυνία, που δεν ελεγχόταν με φαρμακευτική αγωγή επί μακρόν. Εντούτοις, δεν υπάρχει σε καμία κατευθυντήρια οδηγία η σύσταση για τέτοιους είδους αντιμετώπιση, και η μαστεκτομή με ή χωρίς αποκατάσταση δεν αποτελεί θεραπευτική επιλογή.

[...]

Προκαρκινικές Αλλοιώσεις Μαστού

Άτυπη Επιθηλιακή Υπερπλασία των Πόρων (ADH)

Η Άτυπη Επιθηλιακή Υπερπλασία είναι μια καλοήθης πάθηση του μαστού και συνήθως αφορά μια μη ψηλαφητή, αλλά μαστογραφικά ορατή αλλοίωση. Εμφανίζεται συνήθως ως διαταραχή της αρχιτεκτονικής του μαζικού αδένα ή ως συρρέουσες μικροαποτιτανώσεις. Παρά το γεγονός ότι κατατάσσεται στις καλοήθεις βλάβες, αυξάνει σημαντικά (έως και 4 φορές) τον κίνδυνο ανάπτυξης διηθητικού καρκίνου του μαστού.

Η διάγνωση της άτυπης επιθηλιακής υπερπλασίας γίνεται ιστολογικά. Στις περισσότερες περιπτώσεις και αν έχει προηγηθεί διαδερμική (με βελόνη) βιοψία, απαιτείται ευρύτερη χειρουργική εκτομή της περιοχής της βλάβης, με σκοπό τον αποκλεισμό συνυπάρχουσας κακοήθειας και τον περιορισμό του κινδύνου ανάπτυξης διηθητικού καρκίνου στο μέλλον.

Λοβιακή Νεοπλασία – In situ Λοβιακό Καρκίνωμα (LCIS)

Η λοβιακή νεοπλασία εμφανίζεται κατά κύριο λόγο ως μη ψηλαφητή μαστογραφική αλλοίωση και σπανιότερα ως ψηλαφητή μάζα. Περιλαμβάνει δυο ιστολογικές οντότητες, την άτυπη λοβιακή υπερπλασία (Atypical Lobular Hyperplasia, ALH) και το λοβιακό καρκίνωμα in situ (Lobular Carcinoma In Situ – LCIS). Και οι δύο αυτές οντότητες δεν θεωρούνται μορφές καρκίνου, αλλά παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης διηθητικού καρκίνου που μπορεί να είναι είτε λοβιακός είτε πορογενής. Στις περιπτώσεις αυτές ο δια βίου κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου του μαστού μπορεί να αυξάνεται έως και 20%.

Η θεραπευτική αντιμετώπιση της λοβιακής νεοπλασίας πρέπει να εξατομικεύεται στην κάθε ασθενή, καθώς χαρακτηρίζεται από αυξημένα ποσοστά πολυεστιακότητας και αμφοτερόπλευρης εντόπισης. Οι δυνατότητες παρέμβασης ποικίλλουν από την απλή τακτική παρακολούθηση της ασθενούς και τη χορήγηση προφυλακτικής ορμονοθεραπείας έως ευρείες χειρουργικές επεμβάσεις, που μπορεί να φτάνουν έως και την προφυλακτική αμφοτερόπλευρη μαστεκτομή. 

Ακτινωτή ουλή

Η ακτινωτή ουλή ανήκει στην ομάδα των σκληρυντικών αλλοιώσεων του μαστού. Ονομάζεται έτσι λόγω της μαστογραφικής της εικόνας, που μοιάζει με ουλή, καθώς φέρει ακτινωτές προσεκβολές, που δυσκολεύουν τη διαφοροδιάγνωσή της από τον καρκίνο του μαστού.

Η ύπαρξη ακτινωτής ουλής στη μαστογραφία απαιτεί διερεύνηση με βιοψία προκειμένου να αποκλειστεί η πιθανότητα ύπαρξης διηθητικού καρκίνου. Η βιοψία αυτή συνήθως γίνεται χειρουργικά, με στόχο την αφαίρεση ολόκληρης της ύποπτης περιοχής και τον περιορισμό τoυ.

[...]